- συμμετοικίζομαι
- συμμετ-οικίζομαι, [voice] Pass.,A migrate, change abodes together with, τινι Ael.NA12.35;
τῷ Ἀἰακῷ . . εἰς Φθίαν Eust.77.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ Ἀἰακῷ . . εἰς Φθίαν Eust.77.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμμετοικίζομαι — ΜΑ αλλάζω τόπο διαμονής μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετοικίζομαι «μεταναστεύω» (< μέτοικος)] … Dictionary of Greek
συμμετοικιζομένης — συμμετοικίζομαι migrate pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετοικισθέντες — συμμετοικίζομαι migrate aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)